- πολυφράδμων
- Τραγικός ποιητής, γιος του ποιητή Φρύνιχου, που έζησε τον 5o αι. π.Χ. Είχε πάρει μέρος σε διαγωνισμό μαζί με τον Αισχύλο και ήρθε τρίτος με το έργο του Λυκουργεία.
* * *-ον, Απολυφραδής*.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + φράδμων «συνετός, φρόνιμος» (< φράζομαι), πρβλ. ομο-φράδμων].
Dictionary of Greek. 2013.