πολυφράδμων

πολυφράδμων
Τραγικός ποιητής, γιος του ποιητή Φρύνιχου, που έζησε τον 5o αι. π.Χ. Είχε πάρει μέρος σε διαγωνισμό μαζί με τον Αισχύλο και ήρθε τρίτος με το έργο του Λυκουργεία.
* * *
-ον, Α
πολυφραδής*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + φράδμων «συνετός, φρόνιμος» (< φράζομαι), πρβλ. ομο-φράδμων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Πολυφράδμων — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυφράδμων — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυφράδμονα — πολυφράδμων neut nom/voc/acc pl πολυφράδμων masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πολυφράδμονα — Πολυφράδμων masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πολυφράδμονος — Πολυφράδμων masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυφράδμονος — πολυφράδμων gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυφραδμοσύνη — ἡ, δωρ. τ. πολυφραδμοσύνα, Α [πολυφράδμων] πολυφραδία* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”